- ἐπικλίνεια
- ἐπικλίν-εια [κλῐ], ἡ,A inclination, bend, Heliod. ap. Orib.49.13.3.2. tendency,
πρὸς φθίσιν Gal.17
(1).726.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρὸς φθίσιν Gal.17
(1).726.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπικλινείᾳ — ἐπικλινείᾱͅ , ἐπικλίνεια inclination fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικλίνεια — ἐπικλίνεια, ἡ (Α) [επικλινής] 1. κλίση, κατηφοριά, πλαγιά 2. μτφ. τάση προς κάτι, προδιάθεση … Dictionary of Greek
επικλινής — ές (AM ἐπικλινής) 1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.) 2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτω μσν.… … Dictionary of Greek